Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Ο ΘΕΟΜΠΑΙΧΤΗΣ!

Ο  ΘΕΟΜΠΑΙΧΤΗΣ!


          Σέ μιά συγκέντρωση τοῦ χωριοῦ, ὁ ἱερέας μαζί μέ τούς ἐνορίτες του κουβέντιαζαν γιά τήν ἀναγκαιότητα μιᾶς αἴθουσας γιά τά παιδιά τοῦ κατηχητικοῦ. 
Ἐνῶ, λοιπόν, ἡ κουβέντα προχωροῦσε εἰρηνικά καί θετικά, καί κατέληγε σέ συμφωνία, ἕνας, σχετικά νέος ἄνθρωπος γνωστός γιά τίς ἰδιότυπες ἰδέες του καί τήν γκρίνια του γιά κάθε καλό ἔργο, ἄρχισε νά κακολογεῖ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί τούς ἐργάτες της, τού κληρικούς. Δέν παρέλειψε νά τά βάλει καί μέ τό Θεό· νά βλαστημάει!  Τότε, ἕνας ἠλικιωμένος γέροντας σηκώθηκε ἐπάνω καί μέ αὐστηρό ὕφος τοῦ λέγει:
          -Τί εἶναι αὐτά πού λές νεαρέ μου;  δέν ντρέπεσαι; δέν φοβᾶσαι;  Τρέξε γρήγορα νά ἐξομολογηθείς! Μετανόησε γιά αὐτή τή φοβερή ἁμαρτία πού ξεστόμισες, μή πέσει κεραυνός καί μᾶς τιμωρήσει ὅλους γιά τή βρωμερή σου γλώσσα! Πρόσεξε ταλαίπωρε, γιατί ὁ Θεός δέν κοροϊδεύεται, δέν ἐμπαίζεται!
          Ὁ νεαρός, μέ ἀγέρωχο ὕφος τοῦ ἀπάντησε:
          -Σιγά! καί πού θά φοβηθῶ τό Θεός σας!  Ἂν ὑπάρχει, ποῦ εἶναι; Τέτοιες κουβέντες πού εἶπα, ἄν ὑπῆρχε, θά ἔπρεπε μέχρι τώρα νά μοῦ ἔχει κόψει τή γλώσσα. Ἀλλά νά, (βγάζοντάς την ἔξω ἐπιδεικτικά σάν λυσσασμένο σκυλί) καί τήν γλώσσα μου  ἔχω ὁλόκληρη, καί τό ὑπόλοιπο σῶμα μου. Βλάκες! Ἀνόητοι!   Χαραμοφάιδες! Ἐπειδή εἶστε χαζοί γι᾿ αὐτό καί οἱ παπάδες καί ὁ κάθε τεμπελᾶκος σᾶς κοροϊδεύουν· σᾶς χορεύουν στό ταψί· καί σᾶς κάνουν ὅ,τι θέλουν! 
          -Πήγαινε γρήγορα νά ἐξομολογηθείς, τοῦ εἶπε ὁ γέροντας, πρίν εἶναι πολύ ἀργά! Θά τήν βρεῖς ἄσχημα!
          Ὁ θεομπαίχτης, ἀκούοντας τήν συμβουλή τοῦ γέροντα, ἔφτυσε. Καί φωνάζοντας ὀργισμένος ξεκίνησε γιά τό σπίτι του, χρησιμοποιώντας χυδαία γλῶσσα καί ἐπίθετα.
          Ὁ δρόμος γιά τό σπίτι του διέσχιζε τίς γραμμές τοῦ τρένου.  Καί, ἤ ἀπό ἀφηρημάδα-χαμένος στίς σκέψεις του, ἤ κάτι νά εἶχε προσελκύσει τήν προσοχή του, δέν ἄκουσε τό τραῖνο πού πλησίαζε. Καί πρίν καλά καλά δρασκελήσει τήν γραμμή τοῦ τρένου,  ὅλα τά βαγόνια εἶχαν περάσει ἀπό ἐπάνω του! Τόν ἔκαμαν λιώμα!
Τό πτῶμα του, βρέθηκε ἀποκεφαλισμένο!  Τό κεφάλι του, παραμορφωμένο, βρέθηκε σέ κάποια ἀπόσταση πεταμένο μακριά ἀπό τό ὑπόλοιπο σῶμα, μέ τήν ἀσυνήθιστα μεγάλη γλῶσσα του νά κρέμεται ἔξω, πλάι ἀπό τό στόμα!
*        *         *
Ἀδελφέ, πρόσεχε τόν ἑαυτό σου!
Μήν ἔχεις ἀπατηλές σκέψεις· ὁ Θεός δέν ἐμπαίζεται. Ὅ,τι σπέρνεις, αὐτό καί θά θερίσεις.



Λυχνία Νικοπόλεως

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου